ἀπαραιτήτως
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
adv.
1 inexorablement, durement;
2 sans pouvoir fléchir.
Étymologie: ἀπαραίτητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραιτήτως: неумолимо, непреклонно Thuc., Polyb., Plut.
English (Woodhouse)
(see also: ἀπαραίτητος) pitilessly