αὐθωρεί
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
αὐθωρεί: ἢ αὐθωρί, Ἐπίρρ. εὐθύς, πάραυτα, αὐτοστιγμί, ἡ Πυθία καὶ πρὸ ἐρωτήσεως αὐθωρὶ χρησμοὺς εἴωθε τινας ἐκφέρειν Πλούτ. 2. 512Ε, Κικ. π. Ἀττ. 2. 14, 1.
German (Pape)
zu derselbigen Stunde, Cic. Attic. 2.13; oder αὐθωρί Plut. garrul. 20.
Russian (Dvoretsky)
αὐθωρεί: Cic. и αὐθ-ωρί Plut. adv. тотчас же.
Greek Monolingual
(AM αὐθωρεί και αὐθωρί και αὐθωρόν) αυθωρός
την ίδια στιγμή, αμέσως.