Λυκίηνδε
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
adv.
en Lycie avec mouv.
Étymologie: Λυκία, -δε.
Greek Monolingual
Λυκίηνδε (Α)
επίρρ. προς τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κρήτην-δε)].
German (Pape)
nach Lykien, Il. 6.171.
Russian (Dvoretsky)
Λῠκίηνδε: adv. в Ликию Hom.
Middle Liddell
to Lycia, Il.