διάστατος

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
distendu ; étendu dans l'espace.
Étymologie: διΐστημι.

German (Pape)

voneinander stehend, getrennt, Plut.; dah. veruneinigt, verwirrt; τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Menand. bei Harp.

Russian (Dvoretsky)

διάστᾰτος:
1 протяженный: τριχῆ δ. Plut., Diog. L. имеющий три измерения;
2 охваченный раздором (τὴν πόλιν διάστατον ποιεῖν Men.).

Greek (Liddell-Scott)

διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.

Greek Monolingual

διάστατος, -ον (Α)
φρ. «πόλιν διάστατον» — πόλη της οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια.