καταφαγᾶς
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, v. κατωφαγᾶς.
German (Pape)
ᾶ, ὁ, der herunterschlingt, gefräßig ist, der Schlemmer, Aeschyl. bei Poll. 6.40; auch καταφαγάς, Menand. bei B.A. 105.20; vgl. Phryn. 433 und s. κατωφαγᾶς.
Russian (Dvoretsky)
καταφᾰγᾶς: ᾶ Aesch. и καταφαγάς Men. ὁ обжора.
Greek (Liddell-Scott)
καταφᾰγᾶς: ᾶ, ὁ, ἴδε κατωφαγᾶς· οὐχὶ τόσον ὁ πολυφάγος, ἀλλὰ μᾶλλον ὁ κατατρώγων ἁρπακτικῶς ἢ λάβρως.
Greek Monolingual
ὁ βλ. κατωφαγάς.