στενοχωρής

From LSJ
Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοχωρής Medium diacritics: στενοχωρής Low diacritics: στενοχωρής Capitals: ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΣ
Transliteration A: stenochōrḗs Transliteration B: stenochōrēs Transliteration C: stenochoris Beta Code: stenoxwrh/s

English (LSJ)

ές,= στενόχωρος, Arist. GA755a27.

German (Pape)

ές, = στενόχωρος, Arist. gen.an. 3.4.

Russian (Dvoretsky)

στενοχωρής: суженный, сдавленный, сжатый: διὰ τὸ στενοχωρές Arst. вследствие сужения.

Greek (Liddell-Scott)

στενοχωρής: -ές, = στενόχωρος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 4, 5, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 185.

Greek Monolingual

-ές, Α
στενόχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενόχωρος, κατά τα επίθ. σε -ής (πρβλ. εὐρύ-χωρος: εὐρυ-χωρής)].