συνεξορθιάζω

Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.

French (Bailly abrégé)

redresser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορθιάζω.

German (Pape)

mit, zugleich emporrichten, aufregen, φόβῳ, Plut. de esu carn. 2.5.

Russian (Dvoretsky)

συνεξορθιάζω: досл. одновременно поднимать, перен. возбуждать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.

Greek Monolingual

Α
(πιθ. γρφ. στον Πλούτ.) διεγείρω ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξορθιάζω «φωνάζω δυνατά, έχω κάτι όρθιο» (βλ. λ. εξορθιάζω)].