συνεργάτις
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
Greek Monotonic
συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.
German (Pape)
ιδος, ἡ, fem. von συνεργάτης, die Mitarbeiterin, φόνου συνεργάτιν λαβών, Eur. El. 100.
Russian (Dvoretsky)
συνεργάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).
Middle Liddell
συν-εργά˘τις, ιδος, ὁ, [fem. of συνεργάτης.]