ἀστενάκτως
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
French (Bailly abrégé)
adv.
sans gémir.
Étymologie: ἀστένακτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστενάκτως: без стонов Plut.