στρωματόδεσμος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
German (Pape)
[Seite 957] ὁ, ein lederner od. linnener Bettsack, in welchen man die Bettpolster und Bettdecken legte, Xen. An. 5, 4, 13, u. zusammenschnürte; συσκευάζεσθαι, Plat. Theaet. 175 e, einpacken; συνδῆσαι ἱμάντι, Plut. Caes. 49; welches das Geschäft eines eigens dazu bestellten Sclaven war.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
couverture de voyage, en toile ou en cuir, pour envelopper la literie.
Étymologie: στρῶμα, δεσμός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
στρωματόδεσμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + δεσμός.
Russian (Dvoretsky)
στρωμᾰτόδεσμος: ὁ Arst., Plut. = στρωματόδεσμον.