θυήλημα
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
ατος, τό,
A sacrificial offering, Thphr.Char.10.13:—Ion. θυαλήματα SIG57.38 (Milet., v B.C.); cf. θύλημα.
German (Pape)
[Seite 1222] τό, bei Theophr. f. L. für θύλημα.