ἀμφινοέω

Revision as of 20:00, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

English (LSJ)

think both ways, be in doubt, ἀμφινοῶ τόδε, πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω S.Ant.376.

Spanish (DGE)

estar en suspenso, dudar ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε ante este prodigio divino mi mente queda perpleja S.Ant.376.

German (Pape)

[Seite 141] von zwei Seiten überlegen, zweifelhaft sein, εἰς δαιμόνιον τέρας, über das Wunderzeichen, Soph. Ant. 372.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être dans le doute, εἴς τι sur qch.
Étymologie: ἀμφί, νοέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινοέω: сомневаться, колебаться: ἀ. ἔς τι Soph. быть в недоумении относительно чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινοέω: ἀπορῶ ἂν πρέπει νὰ πιστεύσω τι, ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε. πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω...; Σοφ. Ἀντ. 376.

Greek Monotonic

ἀμφινοέω: μέλ. -ήσω, σκέφτομαι με δύο τρόπους, βρίσκομαι σε διχογνωμία, σε αμφιβολία, σε Σοφ.

Middle Liddell


to think both ways, be in doubt, Soph.