Ἐφέσια

From LSJ
Revision as of 08:55, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
s.e. ἱερά;
fêtes d'Éphèse, en l'honneur d'Artémis.
Étymologie: Ἐφέσιος.

Russian (Dvoretsky)

Ἐφέσια: ων τά Эфесские празднества (в честь Артемиды) Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἐφέσια: -ίων, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος, Θουκ. 3. 104, πρβλ. Παυσ. 7. 2. ΙΙ. «Ἐφέσια γράμματα· ἐπῳδαί τινες δυσπαρακολούθητοι, ἃς καὶ Κροῖσον ἐπὶ τῆς πυρᾶς εἰπεῖν» Φώτ., πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monotonic

Ἐφέσια: -ίων, τά, η γιορτή της Εφεσίας Αρτέμιδος, σε Θουκ.

Middle Liddell

the feast of Ephesian Artemis, Thuc.