Ἐφέσια
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
fêtes d'Éphèse, en l'honneur d'Artémis.
Étymologie: Ἐφέσιος.
Russian (Dvoretsky)
Ἐφέσια: ων τά Эфесские празднества (в честь Артемиды) Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐφέσια: -ίων, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος, Θουκ. 3. 104, πρβλ. Παυσ. 7. 2. ΙΙ. «Ἐφέσια γράμματα· ἐπῳδαί τινες δυσπαρακολούθητοι, ἃς καὶ Κροῖσον ἐπὶ τῆς πυρᾶς εἰπεῖν» Φώτ., πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monotonic
Ἐφέσια: -ίων, τά, η γιορτή της Εφεσίας Αρτέμιδος, σε Θουκ.