μονόβιβλος

From LSJ
Revision as of 16:45, 21 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόβιβλος Medium diacritics: μονόβιβλος Low diacritics: μονόβιβλος Capitals: ΜΟΝΟΒΙΒΛΟΣ
Transliteration A: monóbiblos Transliteration B: monobiblos Transliteration C: monovivlos Beta Code: mono/biblos

English (LSJ)

ὁ, or μονόβιβλον, τό, single book or single volume, Prop.1 tit., Gal.1.410, Ammon.Vit.Arist.p.11 W., Lyd.Mag.1.28, Suid. s.v. Φιλάγριος.

German (Pape)

[Seite 202] aus einem Buche bestehend, auch τὸ μονοβίβλιον, eine solche Schrift, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μονόβιβλος: ὁ, καὶ μονόβιβλον, τό, ἐξ ἑνὸς μόνου βιβλίου ἢ ἓν μόνον βιβλίοντόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 321, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλάγριος, Reitz. εἰς Θεόφ. 2. 1237.

Greek Monolingual

μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)
βλ. μονόβιβλον.