θυμιατίζω
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
= θυμιάω, Gp.6.13.3:—Med., ib.6.12.1 θῡμι-ᾱτικός, ή, όν, A good for burning as incense, σώματα Pl.Ti.61c.
German (Pape)
[Seite 1223] = θυμιάω, Geopon.