κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
adv.avec hardiesse ou audace;Cp. τολμηρότερον.Étymologie: τολμηρός.
(see also: τολμηρός) boldly