Σισύφειος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Sisyphe.
Étymologie: Σίσυφος.
Russian (Dvoretsky)
Σῑσύφειος: (ῠ) сизифов Eur., Luc.
Middle Liddell
Σισύφειος, η, ον, Sisyphian, Eur., etc.; fem. Σισυφίς, Theocr.