γρυμεοπώλης
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
French (Bailly abrégé)
mieux que γρυμαιοπώλης;
ου (ὁ) :
marchand de friperie.
Étymologie: γρυμέα, πωλέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de baratijas Luc.Lex.3.
Russian (Dvoretsky)
γρῠμεοπώλης: или γρῠμαιοπώλης, ου ὁ торговец ветошью Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρυμεοπώλης -ου, ὁ γρυμέα: oude zooi, πωλέω verkoper van oude spullen.