κάθαιμος

Revision as of 13:26, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, bloody, τραύματα, σῖτα, E.IT1374, prob. in HF383 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] blutig, mit Blut befleckt; τραύματα Eur. I. T. 1374; σῖτα Herc. Fur. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout sanglant.
Étymologie: κατά, αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθαιμος -ον [κατά, αἷμα] bloedig.

Russian (Dvoretsky)

κάθαιμος:
1 покрытый кровью, окровавленный (τραύματα Eur.);
2 кровавый (σῖτα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κάθαιμος: -ον, πλήρης αἵματος ἢ αἱμάτων, «αἱματωμένος», τραύματα, σῖτα Εὐρ. Ι. Τ. 1374, Ἡρ. Μαιν. 384.

Greek Monolingual

κάθαιμος, -ον (Α)
γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. έναιμος, σύναιμος].

Greek Monotonic

κάθαιμος: -ον (αἷμα), καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κάθ-αιμος, ον αἷμα
bloodstained, bloody, Eur.