μυοφόνος

From LSJ
Revision as of 14:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

German (Pape)

[Seite 218] Mäuse tödtend, Sp., wie μυοκτόνος, bes. ἀκόνιτον; auch eine Pflanze hieß so, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, πεφνεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

μυοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, εἶδος φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ.

Greek Monolingual

μυοφόνος, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον
το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια
αρχ.
αυτός που σκοτώνει ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο- φόνος.