πολυμάθεια

Revision as of 14:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = πολυμαθία (q.v.), Arist.Fr.62, Str.1.1.1, Ph.1.652, Luc.Salt.37: as pr. n. of a Muse at Sicyon, Plu.2.746e.

German (Pape)

[Seite 665] ἡ, das viel Lernen, Gelehrsamkeit, Luc. de salt. 33. 37. Vgl. πολυμαθία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand savoir.
Étymologie: πολυμαθής.

Russian (Dvoretsky)

πολυμάθεια: (μᾰ) ἡ Luc. = πολυμαθία.

Greek (Liddell-Scott)

πολυμάθεια: ἡ, = πολυμαθία, (ὃ ἴδε), ἴδε ἐν λ. Πολύμνια.

Greek Monolingual

η / πολυμάθεια, ΝΜΑ, και πολυμαθία και ιων. τ. πολυμαθίη, Α πολυμαθής
1. η ιδιότητα του πολυμαθούς, το να έχει μάθει κανείς και να γνωρίζει πολλά
2. ως κύριο όν. άλλη ονομασία της μούσας Πολύμνιας.