συννέμησις

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέμησις Medium diacritics: συννέμησις Low diacritics: συννέμησις Capitals: ΣΥΝΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: synnémēsis Transliteration B: synnemēsis Transliteration C: synnemisis Beta Code: sunne/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
relation.
Étymologie: συννέμω.

Russian (Dvoretsky)

συννέμησις: εως ἡ отношение (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.