χρεοκοπία
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
banqueroute.
Étymologie: χρεοκοπέω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. χρεωκοπία.
German (Pape)
schlechtere Form für χρεωκοπία.