φυλάκτης

From LSJ
Revision as of 18:46, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

German (Pape)

[Seite 1313] ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gardien, protecteur.
Étymologie: φυλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

φῠλάκτης: ου ὁ хранитель, блюститель (звание высшего сановника в Κύμη
1 Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλάκτης: -ου, ὁ, = φυλακτήρ, ὄνομα ἄρχοντος ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291F.

Greek Monolingual

ὁ, Α φυλάσσω
1. φύλακας, φρουρός, δεσμοφύλακας
2. ονομασία αξιωματούχου στην Κύμη.