ἀπαιόλη

Revision as of 19:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ἡ, (αἰόλος) A loss by fraud, τέθνηκεν . . χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.186. II fraud, cj. Herm.in E.Hel.1056; personified in Ar. Nu.1150.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
pérdida por fraude τέθνηκεν ... χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.309.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tromperie, fraude.
Étymologie: ἀπό, αἰόλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιόλη:обман, надувательство Aesch., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιόλη: ἡ, (αἰόλος) «ἀπάτη, ἀποστέρησις» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ ἀπάτη προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. αὐτόθι).

Greek Monotonic

ἀπαιόλη: ἡ (αἰόλος
I. εξαπάτηση, δόλος, απάτη.
II. Ἀπαιόλη ή Ἀπαιολή, η απάτη προσωποποιημένη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

αἰόλος
cheating, fraud, personified in Ar.