обман
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Russian > Greek
κροῦσις, πλάνη, κλέμμα, κυβεία, πανουργον, γοητεία, κρητισμός, παραλογισμός, ψεῦδος, ψεῦσμα, κιβδηλία, τεράτευμα, ἀπάτη, ἀπάτα, ἀπαιόλη, βουκόλησις, φενακισμός, κακούργημα, ἀπάτημα, ἐξαπάτη, γοήτευμα, ὑπαγωγή, πλεονέκτημα, κακουργία, κακοεργίη, δόλος, σκευώρημα, παράκρουσις, ὀχλαγωγία, δόλωμα, κλοπή