συνώμοτον
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
alliance jurée, confédération, ligue.
Étymologie: συνόμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
συνώμοτον: τό союз, заговор Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνώμοτον -ου, τό, Att. ook ξυνώμοτον [συνόμνυμι] eedverbond.