αὐτοφόνως
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
French (Bailly abrégé)
adv.
en tuant de sa main.
Étymologie: αὐτοφόνος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοφόνως: от руки убийцы-родственника (αὐ. ὤλετο Aesch.).