κραιπνῶς
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
adv.
avec impétuosité.
Étymologie: κραιπνός.
κραιπνῶς: стремительно, быстро (ἀνορούειν ἐς δίφρον, μέμαμεν, θέομεν Hom.).