χαμαιπετῶς
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
French (Bailly abrégé)
adv.
en volant à terre.
Étymologie: χαμαιπετής.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμαιπετῶς: низко над землей (ἐπαίρεσθαι Luc.).