διαπρεπῶς
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
French (Bailly abrégé)
adv.
avec distinction, avec éclat.
Étymologie: διαπρεπής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπρεπῶς adv. van διαπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
διαπρεπῶς: превосходно, великолепно, отменно (χρυσῷ δ. ἠσκημένα ὅπλα Plut.).