κινύσσομαι

Revision as of 11:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

Pass., = κινέομαι, waver, sway backwards and forwards, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. Pass. ἐκινυσσόμην;
être agité, ballotté.
Étymologie: κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.

Russian (Dvoretsky)

κῑνύσσομαι: (только impf.) колебаться Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνύσσομαι: παθ. = κινέομαι, κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Χο. 196· πρβλ. κίνυγμα.

Greek Monolingual

κινύσσομαι (Α)
κινούμαι, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ- (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα -σσομαι].

Greek Monotonic

κῑνύσσομαι: Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

See also: s. κινέω.

Middle Liddell

κῑνύσσομαι,
Pass. = κινέομαι, to sway backwards and forwards, Aesch.

Frisk Etymology German

κινύσσομαι: {kinússomai}
See also: s. κινέω.
Page 1,856