ἤπου

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

German (Pape)

[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben, oder wohl, oder vielleicht, oder etwa, Il. 6, 438 Od. 11, 459, nach einem comparat. = als etwa. Vgl. ἤ.

French (Bailly abrégé)

conj.
ou bien, ou peut-être.
Étymologie: ἤ, που.

Russian (Dvoretsky)

ἤπου: и ἤ που или (же), что-ли (ἤ. ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ Hom.): ἤ. τίς σφιν ἔνισπε, ἤ. νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει Hom. или кто-либо им сказал, или же собственное чувство подсказало.

Greek (Liddell-Scott)

ἤπου: ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ παρά, τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ ἴσως, παρὰ ἴσως, Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459.

Greek Monolingual

ἦπου και ἦ που (Α)
1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.)
2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἤπου: ή ἤπου, με τροποποιημένη σημασία από το που, παρά ίσως, ή ενδεχομένως, σε Όμηρ.

Middle Liddell


ἤ, που, = ἤ, modified by που, or perhaps, as perhaps, Hom.