φελλόπους
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A cork-footed, Luc.VH2.4.
German (Pape)
[Seite 1260] ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.