βρεφοπρεπής
From LSJ
Spanish (DGE)
-ές
1 propio de un niño, infantil ὅτιπερ νηπιῶδες ἂν εἴη καὶ β. ... περιπλανῆσαι Nil.M.79.577D, ἀντ' ἄλλης ... βρεφοπρεποῦς ὁμιλίας Diad.Perf.61.
2 adv. βρεφοπρεπῶς = de manera infantil ἄγαν β. κομιζόμενοι Nil.M.79.221A.