τσέρκι

Revision as of 16:37, 2 March 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. στεφάνη βαρελιού
2. κάθε ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για στήριξη ή συγκράτηση
3. είδος παιχνιδιού, η κρικηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerchio «κύκλος, στεφάνη»].