απαρχή

From LSJ
Revision as of 15:55, 8 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπαρχή)
αρχή, έναρξη
αρχ.-μσν.
(ιδίως στον πληθ.)
1. έναρξη θυσίας, η πρώτη προσφορά, η προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής
2. συμπόσιο
3. το πρώτο και καλύτερο μέρος κάθε πράγματος.