ἀκάρπως
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
French (Bailly abrégé)
adv.
sans fruits, avec stérilité.
Étymologie: ἄκαρπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάρπως: бесплодно: ἡ γῆ ἀκάρπως ἐφθαρμένη Soph. пораженная бесплодием земля.