σφιχτοχέρα

From LSJ
Revision as of 23:28, 24 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=σφιχτοχέρης, ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν<br />πολύ φιλάργυρος.<br />[<b...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

σφιχτοχέρης, ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν
πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλο-χέρης)].