αλάβωτος
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος
2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαβώνω].