λεπτόφωνος

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόφωνος Medium diacritics: λεπτόφωνος Low diacritics: λεπτόφωνος Capitals: ΛΕΠΤΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: leptóphōnos Transliteration B: leptophōnos Transliteration C: leptofonos Beta Code: lepto/fwnos

English (LSJ)

ον, with small, weak voice, Sapph.Oxy.1231Fr.22.2, Arist.HA538b13 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 31] mit dünner, feiner Stimme, τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα Arist. H. A. 4, 11; Poll. 4, 114.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόφωνος: имеющий слабый голос (τὰ θέλεα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόφωνος: -ον, ἔχων λεπτὴν ἢ ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόφωνος, -ον)
αυτός που έχει ψιλή ή αδύνατη φωνήπάντα τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ημίφωνος, παρά-φωνος].