καιροτηρησία
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
ἡ, Aristeas270.
Greek Monolingual
καιροτηρησία, ἡ (Α)
ο καιροσκοπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -τηρησία (< -τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοποτηρησία].
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
Full diacritics: καιροτηρησία | Medium diacritics: καιροτηρησία | Low diacritics: καιροτηρησία | Capitals: ΚΑΙΡΟΤΗΡΗΣΙΑ |
Transliteration A: kairotērēsía | Transliteration B: kairotērēsia | Transliteration C: kairotirisia | Beta Code: kairothrhsi/a |
ἡ, Aristeas270.
καιροτηρησία, ἡ (Α)
ο καιροσκοπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -τηρησία (< -τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοποτηρησία].