Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ετοιμοτρεπής
Revision as of 06:45, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α) αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<έτοιμος+ -τρεπής (<τρέπω), πρβλ. ευτρεπής].