Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
-ον, Α
υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος.
επίρρ...
ὑπερκότως Α
με υπέρκοτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγκοτος, ἐπίκοτος)].