ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειμερινή ώρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. του οποίου το α' συνθετικό χειμη- (αντί τών αναμενόμενων χειμα- ή χειμο-, βλ. λ. χειμώνας) ανάγεται στη λ. χεῖμα, ενώ το β' συνθετικό -βοτος στο ρ. βόσκω (πρβλ. μηλόβοτος, πολύβοτος)].