Μορφώ

From LSJ
Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek (Liddell-Scott)

Μορφώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης ἐν Λακεδαίμονι, ἴσως = ἡ Εὔμορφος ἢ ἡ εὐμορφίαν διδοῦσα, Παυσ. 3. 15, 8. ΙΙ. = μορφή, Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714.

Greek Monolingual

Μορφώ, -οῦς και -όος, ἡ (Α)
1. ονομασία της Αφροδίτης στη Σπάρτη, επειδή, πιθανώς, ήταν Εὔμορφος ή επειδή πιστευόταν ότι αυτή παρείχε ομορφιά
2. (ως προσηγορικό) η μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μορφή + επίθημα -ώ (πρβλ. Γοργώ)].