μπουρμπουλήθρα
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
η
1. φυσαλίδα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού
2. στον πληθ. οι μπουρμπουλήθρες
μτφ. αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες
3. φρ. «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» — δεν πας να πνιγείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα)].