χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
νοσιάρης, -ες (Μ)1. αυτός που προκαλεί βλάβη2. αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αρρωστιάρης)].