νοσιάρης

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

νοσιάρης, -ες (Μ)
1. αυτός που προκαλεί βλάβη
2. αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αρρωστιάρης)].