Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξύστρο

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ξύστρον)
εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι
νεοελλ.
1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα
2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών
αρχ.
δρέπανο προσαρτημένο σε άρμα («προσηλωμένα τῷ ζυγῷ ξύστρα παραμήκη, τρισπίθαμα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- (πρβλ. αόρ. -ξυσ-α του ξύω) + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον)].